- φλαττόθρατ
- φλαττόθρατ and [full] φλαττοθραττοφλαττόθρατ, Com. words in Ar. Ra.1296, 1286; meant to parody an empty high-flown style—'sound and fury signifying nothing'.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλαττόθρατ — neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλαττόθρατ — και φλαττοθραττοφλαττόθρατ Α κωμική λέξη, χωρίς σημασία, για την γελοιοποίηση τού πομπώδους τραγικού ύφους … Dictionary of Greek